μασονισμός

μασονισμός
ο
η μασονία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μασονισμός — ο τεκτονισμός, ελευθεροτεκτονισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασόνος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • μασονία — Βλ. λ. τεκτονισμός. * * * η [μασόνος] 1. η εταιρεία τών μασόνων 2. μασονισμός, τεκτονισμός, ελευθεροτεκτονισμός …   Dictionary of Greek

  • μασονία — η (λ. ιταλ.), μυστική διεθνής οργάνωση με άγνωστους σκοπούς, τα μέλη της οποίας πιστεύουν σε αρχές αδελφοσύνης, αναγνωρίζονται μεταξύ τους συνθηματικά και κατανέμονται σε διάφορες ομάδες που λέγονται «Στοές», ο τεκτονισμός, ο μασονισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεκτονισμός — ο μυστική οργάνωση που αποβλέπει στην τελειοποίηση της ανθρωπότητας με τη διάδοση της αλληλεγγύης, μασονία, μασονισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμασονία — φαρμασονία, η και φραμασονία, η ο ελευθεροτεκτονισμός, η μασονία, ο μασονισμός, ο τεκτονισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”